- πεπλώματι
- πέπλωμαrobeneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
πεπλώματ' — πεπλώματα , πέπλωμα robe neut nom/voc/acc pl πεπλώματι , πέπλωμα robe neut dat sg πεπλώματε , πέπλωμα robe neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)